- μεταμφίεση
- [-ις (-εως)] η переодевание, костюмировка; маскарад
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταμφίεση — η το μασκάρεμα: Η μεταμφίεσή του ήταν πρωτότυπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταμφίεση — η (Μ μεταμφίεσις και μεταμφίασις) [μεταμφιέζω] αλλαγή αμφίεσης, αλλαγή τής εξωτερικής εμφάνισης κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκάρεμα … Dictionary of Greek
μεταμφιέσῃ — μεταμφιάζω change the dress aor subj mid 2nd sg μεταμφιάζω change the dress aor subj act 3rd sg μεταμφιάζω change the dress fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι … Dictionary of Greek
μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… … Dictionary of Greek
μεταμφίασις — μεταμφίασις, ἡ (Μ) βλ. μεταμφίεση … Dictionary of Greek
μεταμόρφισμα — μεταμόρφισμα, τὸ (Μ) [μεταμορφίζω] μεταμφίεση … Dictionary of Greek
περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… … Dictionary of Greek
προσποίημα — ήματος, τὸ, Α [προσποιοῡμαι] 1. οτιδήποτε παίρνει κανείς χωρίς να τού ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη ιδιοποίηση 2. απάτη, εξαπάτηση, προσποίηση 3. μεταμφίεση, μεταμόρφωση 4. πρόσχημα, πρόφαση … Dictionary of Greek